ὀστράκων

ὀστράκων
ὄστρακον
earthen vessel
neut gen pl
ὀστρακόω
turn into potsherds
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ὀστρακόω
turn into potsherds
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Ασκληπιείου Επιδαύρου — Σε απόσταση μόλις τεσσάρων χιλιομέτρων από το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου υπάρχει ένα μουσείο με μια μοναδική στην Ελλάδα συλλογή απολιθωμάτων και ορυκτών. Ιδρύθηκε το 1995, με την αξιέπαινη ιδιωτική πρωτοβουλία του καταγόμενου από το Λυγουριό… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Σητείας — Tο Aρχαιολογικό Mουσείο Σητείας εγκαινιάστηκε το 1984, για να στεγάσει τα πολυάριθμα ευρήματα της περιοχής. Ένα μέρος από αυτά τα ευρήματα εκτίθεται στο Μουσείο Hρακλείου (αίθουσα Zάκρου) και στο Mουσείο Aγίου Nικολάου. Aν η επίσκεψή σας στο… …   Dictionary of Greek

  • Остракон (сайт) — ОСТРАКОН (от греч. οστράκων «черепок»)  литературный сайт Александра Бараша, основанный в 1998 году[1]. Сайт представляет произведения ведущих русских авторов Израиля (Александр Гольдштейн, Савелий Гринберг, Михаил Генделев и др.) и… …   Википедия

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • διγόφι — το αλιευτικό εργαλείο για την απόσπαση οστράκων από τον βυθό ή τις ακτές …   Dictionary of Greek

  • κοινοοίκιο — το ζωολ. σύνολο τών χιτινωδών οστράκων που εκκρίνουν τα άτομα τών αποικιών τών πτεροβραγχίων σχηματίζοντας έναν σκελετό κοινό με δομή πολύ ποικίλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. coenecie < coen (πρβλ. κοινός) + ecie (πρβλ. οικία)] …   Dictionary of Greek

  • λυμαίνω — (AM λυμαίνω) [λύμη] μέσ. λυμαίνομαι επιφέρω όλεθρο, προξενώ φθορά, βλάπτω, καταστρέφω, ρημάζω (α. «οι ληστές λυμαίνονταν την ύπαιθρο» β. «τὴν ἀκρίδα τὴν λυμαινομένην ἡμῶν τοὺς καρπούς», Συνέσ. γ. «οὐχ ὁ θεὸς τὸ σῶμα λυμαίνεται, ἀλλ ἡ νοῡσος»,… …   Dictionary of Greek

  • νουμμουλιτίδες — οι (παλαιοντ.) οικογένεια απολιθωμένων οστράκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nummulitidae < nummulite + κατάλ. idae] …   Dictionary of Greek

  • ομορροθώ — ὁμορροθῶ, έω (Α) [ομόρροθος] 1. ρέω μαζί, συγχρόνως με κάποιον άλλο 2. κωπηλατώ μαζί και ταυτοχρόνως με κάποιον άλλο 3. ρυμουλκώ, σύρω μαζί με κάποιον άλλο 4. μτφ. συμφωνώ, συναινώ, συγκατατίθεμαι 5. (με εμπρόθ. διορ.) εναρμονίζομαι, ταιριάζω… …   Dictionary of Greek

  • παλαιοντολογία — Η επιστήμη που μελετά τα απολιθώματα, δηλαδή τα υπολείμματα ή τα ίχνη των οργανισμών που έζησαν στη Γη κατά τους διάφορους γεωλογικούς αιώνες. Ιστορικά στοιχεία. Αν και η π. καθιερώθηκε ως επιστήμη μόνο κατά στα τέλη του 18ου αι. και τις αρχές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”